- υπερεκχειλίζω
- αμετ. переполняться, переливаться через край; выходить из берегов (о реке);
§ υπερεξεχείλισε το ποτήριον — чаша терпения переполнилась
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ υπερεξεχείλισε το ποτήριον — чаша терпения переполнилась
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερεκχειλίζω — Ν ξεχειλίζω υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εκχειλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
πελαγίζω — ΝΜΑ [πέλαγος] πλέω στο ανοιχτό πέλαγος, διαπλέω το πέλαγος, πελαγοδρομώ («οἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι», Ξεν.) μσν. αρχ. (για ποταμό) κατακλύζω, πλημμυρίζω αρχ. 1. (για ποταμό που ξεχείλισε) είμαι ή εκτείνομαι σαν πέλαγος, σαν λίμνη … Dictionary of Greek
υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α … Dictionary of Greek